Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

προξενίᾳ πέποιϑα

См. также в других словарях:

  • προξενία — η, ΝΑ, και θεσσ. τ. προξεννία, Α [πρόξενος] η αντιπροσώπευση όσων ξένων βρίσκονταν εγκατεστημένοι σε μια κοινότητα τής αρχαίας Ελλάδας μέσω ντόπιων κατοίκων, τών προξένων αρχ. 1. το Δίκαιο τής φιλοξενίας, το να δέχεται κανείς τους ξένους με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»